- αλωνοτόπι
- το , αλωνότοπος ο1) место, подходящее для устройства тока, гумна; 2) πλ. место, где находятся несколько токов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλωνοτόπι — το το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι νεοελλ. στον πληθ. τα αλωνοτόπια τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. τού ουσ. τόπος] … Dictionary of Greek
αλωνότοπος — ο το αλωνοτόπι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + τόπος] … Dictionary of Greek